- ἀνάπωτις
- ἀνᾰπωτις1 ebbing λέγοντι Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (Tric.: ἄμπωτιν codd.) O. 9.52
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ανάπωτις — ἀνάπωτις ( ιδος), η (Α) η άμπωτη* … Dictionary of Greek
ἀνάπωτις — being sucked back fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάπωτιν — ἀνάπωτις being sucked back fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek